Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Πατσάς, μια άλλη πόλη, μια άλλη εποχή




Θεσσαλονίκη

Ώρα που είναι (5.21 π.μ.), ας μιλήσουμε για πατσά παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Τα πατσατζίδικα της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη της Δύσης” της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη (εκδόσεις Παρατηρητής, 1994). Δεν είναι τόσο ο πατσάς που με απασχολεί, όσο οι εικόνες που ξεπηδούν, μιας άλλης εποχής, μιας άλλης πόλης ενδεχομένως, που φαντάζει σήμερα τόσο μακρινή και ξένη. Αξιοσημείωτο είναι άλλωστε ότι τα περισσότερα από τα πατσατζίδικα που αναφέρονται σήμερα πλέον έχουν κλείσει.
Ο πατσάς ήταν από πάντοτε το φαγητό της φτωχολογιάς, γι’ αυτό και συνδέθηκε τόσο πολύ με μια πόλη φτωχομάνα. Οι παλιοί πατσατζήδες της Θεσσαλονίκης λένε, πως δεν υπήρχαν ναυτεργάτες, τραμβαγιέρηδες, χαμάληδες του λιμανιού και καπνεργάτες, που να μην έκαναν στάση πρωί πρωί, στις 5 η ώρα και πριν αρχίσουν τη δουλειά τους, για έναν πατσά.
Φuσικά κάθε περιοχή είχε και τη δική της ιδιαίτερη ποικιλία από πελάτες. Τα πατσατζίδικα της πλατείας Ελευθερίας εξυπηρετούσαν τους εργάτες του λιμένα Θεσσαλονίκης ενώ τα μαγαζιά της Μπάρας εργαζόμενους στα καπνεργοστάσια, στρατιώτες αλλά και ανθρώπους της νύχτας, του υποκόσμου, θαμώνες των νυχτερινών κέντρων και θεατές των μπουλουκιών που έδιναν τις παραστάσεις τους στην περιοχή.
Στα πατσατζίδικα της Εγνατίας και της Καμάρας συχνάζανε πιο πολύ ταξιδιώτες, επισκέπτες της Έκθεσης, όλος σχεδόν ο φοιτητόκoσμος του Πανεπιστημίου και οι δημοσιογράφοι, που λόγω δουλειάς τα είχανε για στέκι τους.
Σήμερα, στην τεράστια αυτή ποικιλία έχουνε προστεθεί και οι ξενύχτηδες των μπουζουκιών, καλλιτέχνες και πελάτες κι ακόμα πιο πρόσφατα, Ρωσοπόντιοι και Αλβανοί φυγάδες.
Καθώς το πατσατζίδικο είναι ένα μαγαζί που λειτουργεί εικοσιτέσσερις ώρες το 24ωρο, μπορεί να γίνει και μια, κατά προσέγγιση, κατανομή της πελατείας του ανάλογα με την ώρα Έτσι, γύρω στις πέντε το πρωί σταματούν για πατσά οι οδηγοί και εισπράκτορες λεωφορείων, πριν πιάσουν βάρδια. Γύρω στις έξη οι εργάτες του λιμανιού, του εργοστασίου και της οικοδομής. Αν και σήμερα, λένε οι μαγαζάτορες, τούτη η πολύ πρωινή πελατεία έχει λιγοστέψει γιατί, ακόμα και ο φτηνός πατσάς, έγινε ασύμφορος, ως πρωινό, για το εργατικό βαλάντιο. Οχτώ με μία τα πατσατζίδικα γεμίζουν μ’ επαρχιώτες που κατεβαίνουνε στην πόλη για δουλειές και ψώνια. Ιδίως κατά την περίοδο της Έκθεσης.
Το μεσημέρι παλιότερα ήταν νεκρή ώρα για τα πατσατζίδικα. Με αυτή την ευκαιρία έκανε ο μάστορας την αλλαγή του καζανιού, που έμπαινε γύρω στη μία και σιγόβραζε μέχρι τις πέντε το απόγευμα, οπότε ξεκινούσε και πάλι η δουλειά. Σήμερα, το μεσημεριάτικο κενό γεμίζει με Ρωσοπόντιους. Μετά το κλείσιμο στις δώδεκα των λαϊκών αγορών, όπου εκθέτουν τις πραμάτειες τους, σταματούν στο πατσατζίδικο για ένα γρήγορο γεύμα. Άλλοι δεν τρώνε, μόνο πίνουν. Μυστήρια πράματα…
Το βράδυ ακολουθεί η πελατεία της νύχτας. Ξενύχτηδες σε μπουζουξίδικα, διασκεδαστές, τραγουδιστές, πουτάνες, τραβεστί, νταβατζήδες. Ανώνυμοι κι επώνυμοι. Όποιον πατσατζή κι αν ρωτήσεις, θα σου αναφέρει τουλάχιστον δέκα ονόματα πολύ γνωστών της νύχτας, της τέχνης ή της πολιτικής που να ‘χουν για μόνιμο πέρασμα το μαγαζί τους. Για την αλησμόνητη Γεωργία Βασιλειάδου, λένε, ότι ήταν φανατική λάτρης του πατσά και σύχναζε τακτικότατα στου «Τρούλλου» στο Ιπποδρόμιο, μιας κι ήτανε το κοντινότερο στο Στρατιωτικό Θέατρο. Απ’ του «Ηλία» περνούσαν τακτικά ο Καζαντζίδης, ο Πάριος, ο Στράτος Διονυσίου, ο Νίκος Ξανθόπουλος και ο μακαρίτης ο Χρηστάκης, που πάντοτε κερνούσε τους παρευρισκόμενους.
Ο Στράτος Διονυσίου, αξέχαστος κι αυτός, έτρωγε συνήθως δύο μερίδες, μια ψιλοκομμένο και μια ποδαράκια αλατοπίπερο, που για τους ειδικούς του πατσά είναι η πεμπτουσία της γεύσης. Ο Τόλης Βοσκόπουλος, κάθε φορά που τραγουδάει στη Θεσσαλονίκη, τον παραγγέλνει τηλεφωνικά στο ξενοδοχείο του. Απ’ του «Τσαρουχά» και ποιος δεν έχει περάσει. Όρεξη να ‘χεις ν’ ακούς να σου αραδιάζουν τ’ αφεντικά του ονόματα επωνύμων. Μέχρι και ο Ζίφκοφ, ινκόγκνιτο. Εκεί καταλήγει, μετά τις πολύωρες συνεδριάσεις του, πολλές φορές και το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης αφού ο ένας των ιδιοκτητών είναι κι αυτός δημοτικός σύμβουλος.
Αλλά και στου «Λευτέρη», μιας και είναι το παλαιότερο εν ενεργεία μαγαζί, η λίστα των επώνυμων πελατών είναι τεράστια.
Αυτή λοιπόν η κατάληξη των ξενύχτηδων στα πατσατζίδικα, είναι κατά κάποιο τρόπο και η επιθυμία για παράταση της ευφορίας, που προκαλεί το πιοτό, με μιαν εξίσου θελκτική επιστροφή στη νηφαλιότητα. Να μην τελειώσει η νύχτα θέλει ο γλεντζές, αλλά αν πρέπει, ας τελειώσει τουλάχιστον καλά. Τελικά η σχέση του άντρα με τον πατσά, θυμίζει λίγο τη σχέση του με το τσιγάρο. Μόνο που εκείνο το αρχίζει όταν νιώθει πως γίνεται σιγά - σιγά άντρας. Τον πατσά τον τρώει, όταν πια ξέρει να γλεντάει σαν άντρας
Θα πρέπει να τονίσουμε πως οι φανατικοί του πατσά θεωρούνται δύσκολοι και ιδιότροποι πελάτες. Πολλοί απ’ αυτούς τρώνε και απαιτούν η μερίδα τους να είναι από συγκεκριμένο μέρος της κοιλιάς (σαρδένι, τόπι, νταμάρι) και δεν το αλλάζουν με τίποτα. Μερικοί μάλιστα στέκονται δίπλα στο καζάνι και παρακολουθούν το μάστορα να κόβει την παραγγελία τους λες και πρόκειται για το πρώτο ή το τελευταίο γεύμα της ζωής τους. Άλλοι, ακόμα πιο απαιτητικοί, μπαίνουν στο μαγαζί μια συγκεκριμένη ώρα, όταν έχει βάρδια ο «δικός» τους μάστορας, που «ξέρει» πώς να τους περιποιηθεί, γιατί γνωρίζει τα χούγια και τα γούστα τους. Από άλλον δεν τρώνε. Αυτή είναι εξάλλου η γοητεία που ασκεί η αίσθηση της αποκλειστικότητας στη σχέση του πελάτη με το μαγαζί. Συνήθως, σε τέτοιες προχωρημένες περιπτώσεις λατρευτικής μύησης στα απόκρυφα της πατσαδολαγνείας, οι παραγγελίες δίνονται μόνο μ’ ένα συμβολικό κλείσιμο του ματιού στο… σερβιτόρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου