Ένας βέρος Έλληνας Βερολινέζος
Τι μπορεί να περιλαμβάνει μια συνηθισμένη μέρα στο Terzo Mondo του Κώστα Παπαναστασίου στο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου;
Η ζωή του θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα, καθώς νεαρός ακόμη φεύγει με την παρότρυνση του πατέρα του, από ένα χωριό της Καρδίτσας, να συναντήσει την μοίρα του στην Κεντρική Ευρώπη. Να σπουδάσει αρχιτέκτονας και να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Ο χειμώνας του 1956 τον βρίσκει στην πόλη που ακόμη προσπαθεί να συνέλθει από τα χτυπήματα των βομβαρδισμών των συμμαχικών δυνάμεων. Ακόμη το Checkpoint Carlie (το σημείο ελέγχου των συμμαχικών δυνάμεων), είναι στημένο μεταξύ των δύο τομέων του Βερολίνου. Για το τείχος κουβέντα, οι κάτοικοι προσπαθούν να αναστηλώσουν ότι είναι ερειπωμένο. Μια γκρίζα, μουντή και γεμάτη αβεβαιότητα πόλη. Σ’ αυτή την πόλη φτάνει ο Κώστας αναζητώντας τρόπο να εγγραφεί σε ένα πανεπιστήμιο, μόνο που του λείπουν λίγα μάρκα για να πάρει το εισιτήριο. Δουλειές του ποδαριού, κρεβάτι του τα παγκάκια και οι σταθμοί τρένου, σκηνές βγαλμένες από την γνωστή ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «Βερολίνο – Αλεξάντερ Πλάτς», ένα φτωχικό δωμάτιο αργότερα και με λίγα πφένιγκ να προσπαθεί να χορτάσει με μια μπιζελόσουπα και ένα ξεροκόμματο στο γνωστό ορθάδικο «Άσιγκα» εστιατόριο της πόλης. Ένα αναπάντεχο τσεκ από τον αγρότη πατέρα του θα του ανοίξει την πόρτα να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει και μια μεγάλη σε ηλικία προερχόμενη από αριστοκρατική οικογένεια Γερμανίδα θα αναγνωρίσει επάνω του την δίψα για την ηθοποιία και θα του δώσει κάποια λίγα μάρκα να σπουδάσει υποκριτική, γιατί λέει έμοιαζε με Έλληνα αρχαίο θεό.
Ο Κώστας Παπαναστασίου σήμερα δεν είναι απλά μια σημαντική μορφή στην κοινωνία του Βερολίνου, αλλά το στέκι του το γνωστό Terzo Mondo που σημαίνει «τρίτος κόσμος», αποτελεί το πιο σημαντικό καλλιτεχνικό στέκι του Βερολίνου και ένα σημείο επαφής των κάθε λογής αντιστασιακών από τον καιρό της δικτατορίας (όπου όλες οι πολιτικές νεολαίες και τάσεις έβρισκαν σημείο δημοκρατικού διαλόγου και επικοινωνίας) μέχρι σήμερα που οι πόλεμοι δεν έχουν σταματήσει την φυγή των αντιφρονούντων προς την ελεύθερη Ευρώπη.
Τι μπορεί να περιλαμβάνει μια συνηθισμένη μέρα στο Terzo Mondo του Παπαναστάση στο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου;
Θα σας αναφέρω τι είδα εγώ σε ένα βράδυ. Έναν ραδιοφωνικό παραγωγό γνωστού ραδιοφωνικού σταθμού του Βερολίνου σε ένα τραπέζι να έχει ένα πικ απ της δεκαετίας του ’60 και να ακούει με Έλληνες και Γερμανούς δίσκους 78 στροφών με άγνωστα ρεμπέτικα ηχογραφημένα στην Αμερική στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Σε άλλο τραπέζι ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με τους συνεργάτες του να συζητούν για τα γυρίσματα της νέας του ταινίας που θα γίνουν και στο Βερολίνο. Ένας μετανάστης από την Σενεγάλη με την κιθάρα του παίζει μουσικές της πατρίδας του για να εξοικονομήσει ένα χαρτζιλίκι, πουλώντας και κάποια εφημερίδα. Στα ηχεία ακούγονται τραγούδια της Χαρούλας και σε ένα άλλο τραπέζι ένας γνωστός ηθοποιός από αυτούς που λέμε σταρ απολαμβάνει με την παρέα του μουσακά, τζατζίκι και ρετσίνα, ανταλλάσοντας αστεία από τον καιρό του διαχωρισμού του Βερολίνου σε ανατολικό και δυτικό με τον Κώστα. Τρίτος κόσμος ή τρίτος δρόμος αυτό το στέκι κλείνει 44 χρόνια ζωής. Από εδώ πέρασαν οι πάντες. Η Μελίνα χόρεψε τις ζεϊμπεκιές της. Ο Φασμπίντερ εδώ έγραψε πολλά κομμάτια του σεναρίου του για την σειρά «Αλεξάντερ Πλατς». Από εδώ πέρασαν οι Ταρκόφσκι, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Δόμνα Σαμίου, Αλέκος Παναγούλης, Τίτος Πατρίκιος, Θανάσης Βαλτινός, ο νυν πρόεδρος της δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας που του άρεσε να παίζει παραστάσεις με τον Καραγκιόζη μαζί με τον Κώστα Παπαναστασίου, αλλά και τόσοι άλλοι Έλληνες, Χιλιανοί, Αφρικανοί, Ρώσοι, Βαλκάνιοι και Ευρωπαίοι καλλιτέχνες.
Τι είναι αυτό που άλλαξε από την δεκαετία του ’60 μέχρι το 2008; «Λείπουν πια οι μικρές μπουάτ, τα μικρά μαγαζιά όπου γινόταν πράγματα, όπου η τέχνη έπαιζε το παιχνίδι της» αναπολεί ο Κώστας. «Λείπει πια από το Βερολίνο η σάτιρα, το γνωστό καμπαρέ (όχι όπως το ξέρουμε στην Ελλάδα), όπου από σκηνής μπορούσες να σατιρίσεις με τραγούδι και έξυπνη πρόζα τα κακώς κείμενα και να προβληματίσεις τον κόσμο. Γι’ αυτό κι εγώ στο πίσω μέρος του μαγαζιού μου έφτιαξα μια αίθουσα τέχνης όπου μπορώ να στήσω εκδηλώσεις από εικαστικά (να είχα πριν λίγο καιρό την φίλη μου Σύνη Αναστασιάδη), παραστάσεις καμπαρέ, βραδιές ποίησης, συζητήσεις για κοινωνικά και πολιτικά θέματα, αυτά που λείπουν γιατί τα σκότωσε η τηλεόραση, ο νέος τρόπος ζωής και ο χρόνος που τελικά έγινε πολύτιμος, γιατί δεν υπάρχει μια καλή διαχείρισή του».
Ο Κώστας Παπαναστασίου, δεν είναι ιδιοκτήτης ενός καφεστιατορίου. Είναι αρχιτέκτονας, έχει διδάξει στην σχολή καλών τεχνών του Βερολίνου, είναι καλλιτέχνης, παίζει μουσική έχει κυκλοφορήσει μάλιστα και δουλειές του στην δισκογραφία, έχει πολύ ωραία φωνή και ξέρει καλά την τέχνη του ηθοποιού, εφόσον την έχει σπουδάσει κι αυτή. Έχει πρωταγωνιστήσει στην πολύ πετυχημένη σειρά Αυστρογερμανικής παραγωγής που παίζεται εδώ και κάποιες δεκαετίες «Ο δρόμος κάτω από τις Λεύκες» και για τους γερμανομαθείς «Under der Linden”.Παράλληλα έχει συμμετάσχει σε πολλές θεατρικές παραγωγές και τώρα τελευταία πρωταγωνιστεί σε ένα άλλο πεδίο. Στην δημιουργία γέφυρας βοήθειας της Γεωργίας σε ιατροφαρμακευτικό υλικό φτιάχνοντας ειδικά τμήματα σε κλινικές της χώρας αυτής και σχεδιάζοντας παραγωγές ανταλλαγής πολιτιστικών έργων και εκδηλώσεων μεταξύ Γεωργίας – Ελλάδας και Γερμανίας.
Η ζωή του θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα, καθώς νεαρός ακόμη φεύγει με την παρότρυνση του πατέρα του, από ένα χωριό της Καρδίτσας, να συναντήσει την μοίρα του στην Κεντρική Ευρώπη. Να σπουδάσει αρχιτέκτονας και να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Ο χειμώνας του 1956 τον βρίσκει στην πόλη που ακόμη προσπαθεί να συνέλθει από τα χτυπήματα των βομβαρδισμών των συμμαχικών δυνάμεων. Ακόμη το Checkpoint Carlie (το σημείο ελέγχου των συμμαχικών δυνάμεων), είναι στημένο μεταξύ των δύο τομέων του Βερολίνου. Για το τείχος κουβέντα, οι κάτοικοι προσπαθούν να αναστηλώσουν ότι είναι ερειπωμένο. Μια γκρίζα, μουντή και γεμάτη αβεβαιότητα πόλη. Σ’ αυτή την πόλη φτάνει ο Κώστας αναζητώντας τρόπο να εγγραφεί σε ένα πανεπιστήμιο, μόνο που του λείπουν λίγα μάρκα για να πάρει το εισιτήριο. Δουλειές του ποδαριού, κρεβάτι του τα παγκάκια και οι σταθμοί τρένου, σκηνές βγαλμένες από την γνωστή ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «Βερολίνο – Αλεξάντερ Πλάτς», ένα φτωχικό δωμάτιο αργότερα και με λίγα πφένιγκ να προσπαθεί να χορτάσει με μια μπιζελόσουπα και ένα ξεροκόμματο στο γνωστό ορθάδικο «Άσιγκα» εστιατόριο της πόλης. Ένα αναπάντεχο τσεκ από τον αγρότη πατέρα του θα του ανοίξει την πόρτα να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει και μια μεγάλη σε ηλικία προερχόμενη από αριστοκρατική οικογένεια Γερμανίδα θα αναγνωρίσει επάνω του την δίψα για την ηθοποιία και θα του δώσει κάποια λίγα μάρκα να σπουδάσει υποκριτική, γιατί λέει έμοιαζε με Έλληνα αρχαίο θεό.
Ο Κώστας Παπαναστασίου σήμερα δεν είναι απλά μια σημαντική μορφή στην κοινωνία του Βερολίνου, αλλά το στέκι του το γνωστό Terzo Mondo που σημαίνει «τρίτος κόσμος», αποτελεί το πιο σημαντικό καλλιτεχνικό στέκι του Βερολίνου και ένα σημείο επαφής των κάθε λογής αντιστασιακών από τον καιρό της δικτατορίας (όπου όλες οι πολιτικές νεολαίες και τάσεις έβρισκαν σημείο δημοκρατικού διαλόγου και επικοινωνίας) μέχρι σήμερα που οι πόλεμοι δεν έχουν σταματήσει την φυγή των αντιφρονούντων προς την ελεύθερη Ευρώπη.
Τι μπορεί να περιλαμβάνει μια συνηθισμένη μέρα στο Terzo Mondo του Παπαναστάση στο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου;
Θα σας αναφέρω τι είδα εγώ σε ένα βράδυ. Έναν ραδιοφωνικό παραγωγό γνωστού ραδιοφωνικού σταθμού του Βερολίνου σε ένα τραπέζι να έχει ένα πικ απ της δεκαετίας του ’60 και να ακούει με Έλληνες και Γερμανούς δίσκους 78 στροφών με άγνωστα ρεμπέτικα ηχογραφημένα στην Αμερική στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Σε άλλο τραπέζι ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με τους συνεργάτες του να συζητούν για τα γυρίσματα της νέας του ταινίας που θα γίνουν και στο Βερολίνο. Ένας μετανάστης από την Σενεγάλη με την κιθάρα του παίζει μουσικές της πατρίδας του για να εξοικονομήσει ένα χαρτζιλίκι, πουλώντας και κάποια εφημερίδα. Στα ηχεία ακούγονται τραγούδια της Χαρούλας και σε ένα άλλο τραπέζι ένας γνωστός ηθοποιός από αυτούς που λέμε σταρ απολαμβάνει με την παρέα του μουσακά, τζατζίκι και ρετσίνα, ανταλλάσοντας αστεία από τον καιρό του διαχωρισμού του Βερολίνου σε ανατολικό και δυτικό με τον Κώστα. Τρίτος κόσμος ή τρίτος δρόμος αυτό το στέκι κλείνει 44 χρόνια ζωής. Από εδώ πέρασαν οι πάντες. Η Μελίνα χόρεψε τις ζεϊμπεκιές της. Ο Φασμπίντερ εδώ έγραψε πολλά κομμάτια του σεναρίου του για την σειρά «Αλεξάντερ Πλατς». Από εδώ πέρασαν οι Ταρκόφσκι, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Δόμνα Σαμίου, Αλέκος Παναγούλης, Τίτος Πατρίκιος, Θανάσης Βαλτινός, ο νυν πρόεδρος της δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας που του άρεσε να παίζει παραστάσεις με τον Καραγκιόζη μαζί με τον Κώστα Παπαναστασίου, αλλά και τόσοι άλλοι Έλληνες, Χιλιανοί, Αφρικανοί, Ρώσοι, Βαλκάνιοι και Ευρωπαίοι καλλιτέχνες.
Τι είναι αυτό που άλλαξε από την δεκαετία του ’60 μέχρι το 2008; «Λείπουν πια οι μικρές μπουάτ, τα μικρά μαγαζιά όπου γινόταν πράγματα, όπου η τέχνη έπαιζε το παιχνίδι της» αναπολεί ο Κώστας. «Λείπει πια από το Βερολίνο η σάτιρα, το γνωστό καμπαρέ (όχι όπως το ξέρουμε στην Ελλάδα), όπου από σκηνής μπορούσες να σατιρίσεις με τραγούδι και έξυπνη πρόζα τα κακώς κείμενα και να προβληματίσεις τον κόσμο. Γι’ αυτό κι εγώ στο πίσω μέρος του μαγαζιού μου έφτιαξα μια αίθουσα τέχνης όπου μπορώ να στήσω εκδηλώσεις από εικαστικά (να είχα πριν λίγο καιρό την φίλη μου Σύνη Αναστασιάδη), παραστάσεις καμπαρέ, βραδιές ποίησης, συζητήσεις για κοινωνικά και πολιτικά θέματα, αυτά που λείπουν γιατί τα σκότωσε η τηλεόραση, ο νέος τρόπος ζωής και ο χρόνος που τελικά έγινε πολύτιμος, γιατί δεν υπάρχει μια καλή διαχείρισή του».
Ο Κώστας Παπαναστασίου, δεν είναι ιδιοκτήτης ενός καφεστιατορίου. Είναι αρχιτέκτονας, έχει διδάξει στην σχολή καλών τεχνών του Βερολίνου, είναι καλλιτέχνης, παίζει μουσική έχει κυκλοφορήσει μάλιστα και δουλειές του στην δισκογραφία, έχει πολύ ωραία φωνή και ξέρει καλά την τέχνη του ηθοποιού, εφόσον την έχει σπουδάσει κι αυτή. Έχει πρωταγωνιστήσει στην πολύ πετυχημένη σειρά Αυστρογερμανικής παραγωγής που παίζεται εδώ και κάποιες δεκαετίες «Ο δρόμος κάτω από τις Λεύκες» και για τους γερμανομαθείς «Under der Linden”.Παράλληλα έχει συμμετάσχει σε πολλές θεατρικές παραγωγές και τώρα τελευταία πρωταγωνιστεί σε ένα άλλο πεδίο. Στην δημιουργία γέφυρας βοήθειας της Γεωργίας σε ιατροφαρμακευτικό υλικό φτιάχνοντας ειδικά τμήματα σε κλινικές της χώρας αυτής και σχεδιάζοντας παραγωγές ανταλλαγής πολιτιστικών έργων και εκδηλώσεων μεταξύ Γεωργίας – Ελλάδας και Γερμανίας.
Τελικά είσαι Βερολινέζος ή Έλληνας;
-Αν δεν είσαι σοβαρός άνθρωπος και δεν ξέρεις από πού έρχεσαι και που βρίσκεσαι είσαι διαρκώς μετέωρος. Είναι σαν τον αναποφάσιστο εραστή που δεν ξέρει ποια από τις δυό ερωμένες να διαλέξει. Το Βερολίνο είναι μια κοσμοπολίτικη πόλη, όπου έχουν συμβεί σοβαρά πολιτιστικά, φιλοσοφικά και επιστημονικά γεγονότα επειδή ως πόλη αποδέχεται κάθε κουλτούρα απ’ όπου κι αν προέρχεται. Μια τέτοια πόλη που με μεγάλωσε εδώ και χρόνια μέσα από κακές και καλές στιγμές δεν μπορεί παρά να με εκφράζει, εφόσον μου έδωσε την δυνατότητα να αναπτύξω τις ιδέες και τις απόψεις μου. Η Ελλάδα όμως είναι αυτό που ο Οδυσσέας αποκαλεί Ιθάκη, πατρίδα, το νόστιμον ήμαρ.
-Αν δεν είσαι σοβαρός άνθρωπος και δεν ξέρεις από πού έρχεσαι και που βρίσκεσαι είσαι διαρκώς μετέωρος. Είναι σαν τον αναποφάσιστο εραστή που δεν ξέρει ποια από τις δυό ερωμένες να διαλέξει. Το Βερολίνο είναι μια κοσμοπολίτικη πόλη, όπου έχουν συμβεί σοβαρά πολιτιστικά, φιλοσοφικά και επιστημονικά γεγονότα επειδή ως πόλη αποδέχεται κάθε κουλτούρα απ’ όπου κι αν προέρχεται. Μια τέτοια πόλη που με μεγάλωσε εδώ και χρόνια μέσα από κακές και καλές στιγμές δεν μπορεί παρά να με εκφράζει, εφόσον μου έδωσε την δυνατότητα να αναπτύξω τις ιδέες και τις απόψεις μου. Η Ελλάδα όμως είναι αυτό που ο Οδυσσέας αποκαλεί Ιθάκη, πατρίδα, το νόστιμον ήμαρ.
Τι μπορεί να φέρει έναν Έλληνα στη δεκαετία του ’50 στη Γερμανία;
Η απόφαση του πατέρα μου να με αφήσει ελεύθερο να επιλέξω τι να κάνω στην ζωή μου. Και να φανταστείς ήταν ένας αγρότης αλλά με ανοιχτό μυαλό.
Όμως από κει και πέρα ήθελε μεγάλο πείσμα για να σπουδάσεις, να δουλέψεις, να επιβάλεις την προσωπικότητά σου σε μια ξένη προς εσένα κοινωνία.
Από αρχιτέκτονας έγινες ηθοποιός. Πως ξύπνησε μέσα σου αυτή η αναζήτηση στην τέχνη;
Φαίνεται ότι η φάτσα μου κάτι θύμιζε στον περίγυρό μου. Με παρομοίαζαν με τον Τζάκ Πάλανς (ήμουν πιο αδύνατος τότε), με τον Κώστα Καζάκο, με άλλους ηθοποιούς. Ε πες – πες άρχισα κι εγώ να αναρωτιέμαι μήπως και έχω ταλέντο ή κάτι το εσωτερικό και δεν το ξέρω. Πήγα σε μια σχολή και έκτοτε έχω παίξει σε πολλές ταινίες με σημαντικότερες «Η κατάληψη του κάστρου» το 1977, του Μπέρναρντ Βίκι ο οποίος σκηνοθέτησε αργότερα ταινίες όπως το «Παρίσι – Τέξας», «Το χτύπημα του σκορπιού» με τον Ζεράρ Ντεπαρτιέ, «Milo - Milo» του Νίκου Περάκη, «Shots» του Άλτερ Μάν, “Kobay” σε μουσική Ζουφλί Λιβανελί κ.α. Σπουδαία στιγμή η συμμετοχή μου στη γερμανική τηλεοπτική σειρά "Lindenstraße" όπου έγινα πασίγνωστος σε όλους ως «Παναγιώτης Σαρικάκης», λόγω της μεγάλης θεαματικότητας της σειράς.
Μάλιστα η συμμετοχή του στον ρόλο ενός Έλληνα που συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και περνάει φρικτά βασανιστήρια στις τουρκικές φυλακές, έκανε ορισμένους να σταματήσουν την πορεία του ήρωα αυτού μια και το τουρκικό λόμπι είναι ιδιαίτερα ισχυρό στην Γερμανία.
Ο τύπος του Βερολίνου έχει ασχοληθεί πολλές φορές μαζί του με αφιερώματα αλλά και αρκετές ήταν οι συμμετοχές του σε εκπομπές και ρεπορτάζ των μεγάλων γερμανικών καναλιών και ραδιοφωνικών σταθμών. Η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα του Βερολίνου τον έχει χαρακτηρίσει «Κώστας Παπαναστασίου – Ένας αυθεντικός Βερολινέζος», πράγμα που για όσους ξέρουν την γερμανική ιδιοσυγκρασία αποτελεί μεγάλη τιμή, για έναν μετανάστη από άλλη χώρα.
Πιστή σύντροφος της ζωής του μια θαυμάσια χαμογελαστή Γερμανίδα η οποία το είχε βάλει σκοπό να παντρευτεί Έλληνα και εφόσον έγινε το όνειρό της πραγματικότητα με τον Κώστα είναι διπλά ενθουσιασμένη. Μιλάει άπταιστα ελληνικά, γνωρίζει όλα τα μυστικά της ελληνικής κουζίνας και είναι φανατική για ότι Ελληνικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου