Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Χρήστος Θηβαίος




Από πολύ μικρός είχα καταφύγιο στο τραγούδι

κείμενο: Τάσος Π. Καραντής

Σε μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους του βρίσκεται αυτόν τον καιρό ο Χρήστος Θηβαίος. Κυκλοφόρησε ο δίσκος με καινούρια τραγούδια, οι «Πέτρινοι κήποι».
Τον συναντήσαμε, κάπου ανάμεσα στις δοκιμές του «Άμλετ της Σελήνης», αλλά και των καινούριων κομματιών «Ας χαθείς» κι «Εσύ, η πόλη μου», αποτραβηχτήκαμε στα καμαρίνια, για μια κουβέντα, που ξεκίνησε από τα χρόνια της Ιταλίας και τις σπουδές στη φιλοσοφία, πέρασε στην εμμονή του για το τραγούδι, που ’ναι το καταφύγιό του, και κατέληξε στο πολιτικό τραγούδι των ημερών μας που, όπως μας τόνισε, δεν πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης.
Θυμήθηκε τις “Αδέσποτες μέρες” των «Συνήθων Υπόπτων», μας ανέλυσε τις δυο του ιδιότητες – του τραγουδοποιού και του ερμηνευτή – και στάθηκε στα πρόσωπα με τα οποία έχει μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική σχέση, το Θάνο Μικρούτσικο, το Γιώργο Νταλάρα, το Γιώργο Ανδρέου και το Nicola Piovani.
Τέλος, μας αποκάλυψε ποιοι είναι οι “πέτρινοι κήποι” του, ενώ μας περιέγραψε πως δημιουργεί τα τραγούδια του στη “φωλιά” του, υπό το φως των κεριών!
Ο Χρήστος Θηβαίος είναι ο τραγουδοποιός με την πιο ιδιαίτερη χροιά φωνής στο ελληνικό τραγούδι. Μια χροιά που την χαρακτηρίζει η αλήθεια, η ευαισθησία, η τρυφερότητα, αλλά κι η θεατρικότητα και το πάθος. Μέσα από τη συνέντευξή του αυτή μας δίνεται η ευκαιρία να αφουγκραστούμε αυτό που, τελικά, βρίσκεται πίσω απ’ όλα αυτά τα ερμηνευτικά χαρακτηριστικά του και, δεν είναι άλλο, από την ευγένεια και τη ζεστασιά της ψυχής του!
Μεγάλωσες μες στους περιοδεύοντες θιάσους, μια κι οι γονείς σου ήταν ηθοποιοί και σπούδασες φιλοσοφία στη Μπολόνια της Ιταλίας. Δεν έγινες όμως ούτε ηθοποιός, ούτε καθηγητής. Τι ήταν αυτό που σε οδήγησε ολοκληρωτικά στον κόσμο της μουσικής και του τραγουδιού;
Χ.Θ.: Η αλήθεια είναι ότι από πολύ μικρός είχα καταφύγιο στη φόρμα αυτή της μουσικής που την ονομάζουμε τραγούδι. Μου άρεσε πάρα πολύ η μικρή, σε χρόνο, αυτή ενότητα, η οποία εμπεριείχε κι ανεξάρτητη μουσική σύνθεση κι ανεξάρτητο ποιητικό κείμενο. Κι αν συνοδευόταν κι από μια καλή φωνή, όλο αυτό το σύνολο με συγκινούσε πολύ. Μπορώ να σου φέρω και μερικά παραδείγματα και ξεκινάω από τις πρώτες μου αγάπες που ήταν οι Beatles, οι Genesis, οι Pink Floyd, οι Doors, οι Rolling Stones, οι Queen κι άλλα συγκροτήματα. Σιγά – σιγά, με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να με απασχολούν και τραγουδοποιοί, όπως ο Bob Dylan κι, επίσης, άκουγα και κλασική μουσική.

Ελληνικά τραγούδια άκουγες;
Χ.Θ.: Ελληνικά άκουσα πιο μεγάλος, όταν έφυγα για την Ιταλία, το ’78-’79, ξεκίνησα με Χατζιδάκι και Θεοδωράκη και, μετέπειτα, συνέχισα με Μούτση, Λοίζο και Μικρούτσικο. Δυο έργα, που, μέχρι σήμερα, τα θεωρώ πυλώνες στην ελληνική τραγουδοποιία και μουσική είναι ο “Σταυρός του Νότου” κι ο “Μεγάλος Ερωτικός”. Μεγάλο ρόλο έπαιξε ο Διονύσης Σαββόπουλος κι η γενιά των τραγουδοποιών, οι Αδερφοί Κατσιμίχα, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας κι ο Διονύσης Τσακνής, γιατί, πραγματικά, αυτοί οι άνθρωποι μας άνοιξαν το δρόμο. Μπορούμε, δηλαδή, να πούμε ότι κι η δική μας η σημερινή ή, μάλλον, χτεσινή, πιο σωστά, γενιά, όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Παντελής Θαλασσινός κι εγώ, αποτελούμε τη συνέχεια των κρίκων μιας αλυσίδας, που ξεκινάει από τον πραγματικά μεγάλο τραγουδοποιό που ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης! Και, βέβαια, να μην ξεχάσουμε και την πλευρά που ’χει πιο έντονο λαϊκό χαρακτήρα, όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Νίκος Ξυδάκης κι ο Γιώργος Καζαντζής. Κι, επίσης, να αναφέρω και τους σύγχρονους συνθέτες, οι οποίοι, ενίοτε, ασχολούνται και με την τραγουδοποιία, όπως είναι ο Γιώργος Ανδρέου, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κι ο Σταμάτης Κραουνάκης. Για να επανέλθω λοιπόν στο αρχικό ερώτημά σου, όλοι αυτοί, Έλληνες και ξένοι, με οδήγησαν και στη μουσική φόρμα του τραγουδιού.

Εμφανίστηκες στη δισκογραφία, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, με το συγκρότημα «Συνήθεις Ύποπτοι» κι, αμέσως, δώσατε το ιδιαίτερο στίγμα σας στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Μετά από λίγα χρόνια ήρθε το τέλος του σχήματος κι ακολούθησες τη δική σου προσωπική διαδρομή. Τι σου μένει πιο έντονα μέσα σου από εκείνες τις “αδέσποτες μέρες” των «Συνήθων Υπόπτων»;
Χ.Θ.: Γενικότερα απ’ αυτά τα χρόνια, μου μένουν το πανεπιστήμιο κι η ακαδημαϊκή μου καριέρα, γιατί χωρίς αυτά και χωρίς την εμπειρία μου στο εξωτερικό και την Ιταλία, δεν θα μπορούσα να έχω προσωπικό στίγμα ως τραγουδοποιός. Ερχόμενος από την Ιταλία, έφτιαξα τα τραγούδια των “αδέσποτων ημερών” και συναντήθηκα με τον Αλέκο Βασιλάτο, τον Τάσο Λώλη και, μετά από κάνα-δυο χρόνια, με τον Βασίλη Βασιλάτο, που ήρθε κι αυτός στην παρέα μας. Αυτοί ήμασταν οι “Συνήθεις Ύποπτοι”, κι αποτελέσαμε μέρος της σύγχρονης τραγουδοποιίας, σ’ αυτήν, την πολλή δυνατή τότε περίοδό της, όπου προεξάρχοντες ήταν ο Σωκράτης Μάλαμας κι ο Ορφέας Περίδης. Θυμάμαι με πολλή αγάπη και συγκίνηση αυτές τις μέρες.

Τι, τελικά, νομίζεις ότι είναι αυτό που οδηγεί ένα συγκρότημα στο τέλος του;
Χ.Θ.: Κοίτα, στα συγκροτήματα υπάρχει πάντα μια “ηγετική μορφή”, που είναι αυτός που γράφει και λέει τα τραγούδια, όπως συνέβη με τον Μαχαιρίτσα, τον Πορτοκάλογλου, τον Στόκα, τον Πλιάτσικα κι εμένα. Κάποιοι αναφέρουν ως αιτία και το ρόλο – μπαμπούλα των εταιρειών, που θέλουν εξώφυλλο με έναν τραγουδιστή, αλλά εγώ τον θεωρώ δικαιολογία. Ο εφιάλτης αυτός, της διάλυσης, των συγκροτημάτων, έχει να κάνει, αποκλειστικά, με την ιδιάζουσα ανάγκη του κάθε τραγουδοποιού, όπου θέλει να τραβήξει το δρόμο του, να γράφει τα τραγούδια του και να τα λέει. Και, τις περισσότερες φορές, οι μουσικοί που τον πλαισιώνουν δεν μπορούν να τον ακολουθήσουν σ’ αυτή την διαδρομή του. Όπως, στην περίπτωση των “Συνήθων Υπόπτων” όπου ήθελαν έναν δρόμο instrumental , όπως κι έγινε. Ο Αλέκος Βασιλάτος είναι μια πολλή εξέχουσα μορφή έθνικ ερμηνείας στο κοντραμπάσο, ο Τάσος Λώλης μια εξέχουσα μορφή στην προκλασική και μεσαιωνική μουσική κι ο Βασίλης Βασιλάτος μια εξέχουσα μορφή στα κρουστά. Ο καθένας μας τράβηξε έναν άλλο δρόμο και νομίζω ότι αυτό έπρεπε να γίνει.

Τραγουδοποιός, αλλά κι ερμηνευτής, έχεις παρουσιάσει στο κοινό και τις δυο σου αυτές ιδιότητες. Ποια όμως σε χαρακτηρίζει περισσότερο;
Χ.Θ.: Κι οι δυο! Τη στιγμή που βρίσκομαι μόνος μου στο γραφείο μου, με την κιθάρα μου, τα χαρτιά μου και τα κεριά μου, είμαι ο Χρήστος Θηβαίος τραγουδοποιός. Δεν σκέφτομαι καν, όπως ποτέ δεν σκέφτηκα, ότι έχω μια ιδιαίτερη φωνή. Απλά, έχει μια ιδιαίτερη χροιά η φωνή μου κι έτσι, θέλησαν, κι είναι προς τιμήν μου, μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Γιώργος Ανδρέου, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κι ο Nicola Piovani, να με χρησιμοποιήσουν ως ερμηνευτή.
Όταν όμως καλούμαι ως επαγγελματίας να παίξω αυτό το ρόλο πρέπει να τον παίξω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, να υποταχτώ και να υποκλιθώ στο τραγούδι του άλλου, καθώς, επίσης, και στα κείμενα των ποιητών που τυχαίνει να ερμηνεύσω. Κι αυτό με κάνει, ως τραγουδοποιό, να εκτιμήσω το έργο του εκάστοτε συνθέτη κι, ως ερμηνευτή, να αφουγκραστώ το ειδικό βάρος της ερμηνείας των μεγάλων τραγουδιστών, που ’χα την τύχη στο πλευρό τους να τραγουδήσω, από το Γιώργο Νταλάρα, το Δημήτρη Μητροπάνο και τον Πασχάλη Τερζή, ως τη Χαρούλα Αλεξίου και τη Δήμητρα Γαλάνη.

Παρατηρώ ότι τις ερμηνείες σου τις διακρίνει μια έντονη θεατρικότητα, που εξωτερικεύεται τόσο από το ηχόχρωμα της φωνής σου όσο κι από τις κινήσεις του σώματος και των χεριών σου. Έχουν παίξει ρόλο σ’ αυτό το ερμηνευτικό σου χαρακτηριστικό οι γονείς σου που ήταν ηθοποιοί;
Χ.Θ.: Ναι, έχουν παίξει πολύ μεγάλο ρόλο, γιατί αυτά τα πράγματα είναι πια πολύ βαθιά χωμένα μέσα μου. Θα σου πω όμως και ποιοι, κατά τον ά ή β΄ τρόπο, με έχουν διδάξει, εμένα προσωπικά, ακόμη κι ερήμην τους, με την ιδιαίτερη, λιγότερο ή περισσότερο θεατρική, χειρονομία που έχουν επί σκηνής. Ξεκινάω από τους τραγουδοποιούς, το Διονύση Σαββόπουλο και τους Αδερφούς Κατσιμίχα και καταλήγω σε μια σειρά χατζιδακικών τραγουδιστών - όπως είναι ο Βασίλης Λέκκας κι ο Μανώλης Μητσιάς - οι οποίοι έχουν μια θεατρική χειρονομία σ’ ένα τραγούδι λυρικό, αλλά και στην μπρεχτική δύναμη του Γιάννη Κούτρα, καθώς και στην τρομερή ροκ στάση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Νομίζω ότι δεν θα υπήρχα, όχι μόνο εγώ προσωπικά, αλλά κι οι συνάδελφοί μου, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι μεγάλοι πυλώνες του τραγουδιού, οι οποίοι ενέχουν και μια θεατρική ερμηνεία, πέρα από τις τραγουδιστικές τους ικανότητες.
Κυκλοφόρησε ο καινούριος δίσκος σου, οι «Πέτρινοι κήποι», όπου τραγουδάς τα δικά σου τραγούδια. Ποιο είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της νέας σου δουλειάς;
Χ.Θ.: Η εμμονή μου στο ότι ο κάθε άνθρωπος έχει κάτι πάρα πολύ όμορφο μέσα του, το οποίο, έτσι και το αναζητήσεις με καλή προδιάθεση, θα στο χαρίσει. Κι αυτό ακριβώς είναι εκείνο που τον σώζει στο τέλος της μέρας, ώστε, αν και κουρασμένος από τα πολιτικά και συναισθηματικά γεγονότα τα οποία τον βαραίνουν, κάθεται στον καναπέ του σπιτιού του κι ανθίζει μέσα του κάτι, σα να εφευρίσκει την αντοχή του κι αυτό τον κάνει να ανθίζει κι ο ίδιος κι οι τοίχοι της πολυκατοικίας του να γίνονται “πέτρινοι κήποι”! Οφείλω, επίσης, να ομολογήσω ότι, μετά από όλη αυτήν την περιοδεία που έκανα στην Ελλάδα κι όχι μόνο, κατάλαβα ότι, ο κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του έναν μικρό θησαυρό κι είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, ν’ ανοίξει την πόρτα και να στον χαρίσει. Γιατί, υπάρχουν και ζουν στην Ελλάδα άνθρωποι που μπορούν να προσφέρουν πολλά στα πολιτιστικά, πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, οι οποίοι, στην καθημερινότητά τους, ζουν στα ποτάμια ή σαν ακρίτες στα βουνά κι είμαι πάρα πολύ τυχερός που τους γνώρισα. Κι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι είναι οι “πέτρινοι κήποι”!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου